συκοτράγος

συκοτράγος
-ον, Α
αυτός που τρώει σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-εῖν, αόρ. β' τού τρώγω), πρβλ. κριθο-τράγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκοτράγος — fig eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοτράγα — συκοτράγος fig eating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοτραγίδης — ὁ, Α (κωμικός χαρακτηρισμός για φιλάργυρο) αυτός που τρέφεται με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοτράγος + κατάλ. ίδης. Η λ. αποτελεί κωμικό παρωνύμιο ενός φτωχού ανθρώπου που τρέφεται μόνο με σύκα] …   Dictionary of Greek

  • συκοτραγώ — έω, Α [συκοτράγος] τρώω σύκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”